υποδουλώνω

υποδουλώνω
ὑποδουλῶ, -όω, ΝΜ [ὑπόδουλος]
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον υπόδουλο, υπάγω κάποιον υπό την κυριαρχία μου ή την κυριαρχία άλλου, στερώ την ελευθερία και την ανεξαρτησία κάποιου
2. μτφ. καθιστώ κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους τους φίλους του» β. «τόν έχει υποδουλώσει το πάθος του για τις γυναίκες»)
μσν.
(μόνον μέσ. με σημ. ενεργ. μτβ.) ὑποδουλοῡμαι, -όομαι
υποτάσσω («τὸν ὑποδουλούμενον τοὺς Ἰσραηλίτας βασιλέα», Μιχ. Ακομ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποδουλώνω — υποδουλώνω, υποδούλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποδουλώνω — υποδούλωσα, υποδουλώθηκα, υποδουλωμένος 1. κάνω κάποιον υπόδουλο, του στερώ την ελευθερία ή την ανεξαρτησία του, τον σκλαβώνω: Οι Γερμανοί είχαν υποδουλώσει την Ελλάδα. 2. μτφ., κάνω κάποιον υποχείριό μου: Τον υποδούλωσε το πάθος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθυποδουλώνω — (επιτατ. τού υποδουλώνω) καθιστώ κάποιον τελείως δούλο, υποδουλώνω ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποδουλώ, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] …   Dictionary of Greek

  • καταδουλογραφώ — καταδουλογραφῶ (Μ) υποδουλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δουλο γραφῶ «υποδουλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταδουλώ — καταδουλῶ, όω (AM, Μ και καταδουλώνω) [κατάδουλος] υποδουλώνω, υποτάσσω μσν. 1. πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, σκλαβώνω 2. κρατώ ως σκλάβο 3. συγκρατώ 4. (για ερωτικό πάθος) κάνω κάποιον δικό μου, υποχείριό μου αρχ. 1. μτφ. υποδουλώνω τον νου 2.… …   Dictionary of Greek

  • προδουλώ — όω, Α υποδουλώνω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («προδουλοῡν τὴν αὐτοῡ πατρίδα», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δουλῶ «υποδουλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποδούλωση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδουλώνω, στέρηση τής ελευθερίας και τής ανεξαρτησίας κάποιου με την υπαγωγή του στην κυριαρχία άλλου, καθυπόταξη, σκλάβωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδούλωσις, μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • αιχμαλωτίζω — (Α αἰχμαλωτίζω) συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω (νεοελλ. μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τόν γοητεύω, τόν συναρπάζω νεοελλ. (για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • αναδουλώνω — (Α ἀναδουλῶ, όω) υποδουλώνω εκ νέου, επαναφέρω στην υποδούλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δουλῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδούλωση] …   Dictionary of Greek

  • ανδραποδίζω — ἀνδραποδίζω (Α) (ενεργ, και μέσ.) 1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο 2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον. ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”